- κρατείᾳ
- κρατείᾱͅ , κρατύςstrongfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρατεῖα — κρατύς strong fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατείας — κρατείᾱς , κρατύς strong fem acc pl κρατείᾱς , κρατύς strong fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοκράτεια — ἡ, Μ η επικράτηση με τη βοήθεια πύργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + κράτεια (< κρατής < κράτος), πρβλ. γυναικο κράτεια, παθο κράτεια] … Dictionary of Greek
συγκράτεια — ἡ, Μ εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κράτεια (< κρατής < κράτος «δύναμη, ισχύς»), πρβλ. ἐπι κράτεια] … Dictionary of Greek
Πασικράτεια — και Πασικράτη, η, δωρ. τ. Πασικράτα, Α (για την Περσεφόνη) η βασίλισσα τού σύμπαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + κράτεια (< κρατής < κρατῶ)] … Dictionary of Greek
γυναικοκρατία — η (Α γυναικοκρατία και γυναικοκράτεια) 1. επικράτηση τών γυναικών ή υποταγή τών ανδρών στις γυναίκες 2. η μητριαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. γυναικοκρατία < γυνή, γυναικός + κρατία < κρατής < κράτος γυναικοκράτεια < γυνή, γυναικός + κράτεια <… … Dictionary of Greek
παθοκράτεια — παθοκράτεια, ἡ (Α) καθυπόταξη τών παθών, εγκράτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κράτεια (< κρατής < κράτος)] … Dictionary of Greek
Αβράμιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε στα χρόνια 296 366 μ.Χ. Πατρίδα του ήταν η Έδεσσα της Συρίας (σημερινή Ούρφα). Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και έδρασε ως ιεραπόστολος σε περιοχές που αγνοούσαν τον χριστιανισμό. H… … Dictionary of Greek